Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Η ποιητική γενιά του 1920

Ο όρος λογοτεχνική γενιά γεννήθηκε στη Γαλλία , όπου οι σπουδές της Λογοτεχνίας , στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, προσανατολίστηκαν στην ιστορική προσέγγιση της Λογοτεχνίας. Ο  Albert Thibaudet  (  κριτικός και ιστορικός της Λογοτεχνίας )  καθιέρωσε  τον όρο  genetation  litteraire,  θέλοντας να  σημειώσει και να αποδώσει τη σημαντικότητα της ιστορικής εξέλιξης  για τη μελέτη της γαλλικής λογοτεχνίας. 

   Στην Ελλάδα ο όρος αυτός εμφανίστηκε για  πρώτη φορά  στη δεκαετία του 1920 , αλλά εδραιώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 , αφού τον χρησιμοποίησε ο εικοσιτετράχρονος τότε  Γ.Θεοτοκάς, πολλές φορές, στο βιβλίο του « Ελεύθερο  Πνεύμα» το 1929 , που θεωρείται από όλους το πνευματικό μανιφέστο της γενιάς του 1930. Βέβαια να σημειώσουμε ότι πολλοί κριτικοί έχουν εκφράσει  σοβαρές επιφυλάξεις για τον κατακερματισμό της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε γενιές,  περίπου  ανά δεκαετία.

       Η γενιά του 1920 στην Ελλάδα   επηρεάστηκαν από το νέο λογοτεχνικό ρεύμα  που γεννήθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα, το ρεύμα του Συμβολισμού.

 Ο Συμβολισμός 


  •  χρησιμοποιεί  σύμβολα για να εκφράσει ιδέες, ψυχικές  καταστάσεις και συναισθήματα

  • χαρακτηρίζεται από μουσικότητα, υποβλητικότητα και μελαγχολική διάθεση που δημιουργούν ένα κλίμα ρευστότητας και ασάφειας

  • αποσύνδεση των λέξεων από το αρχικό  νόημά τους και επανασημασιοδότησή τους

  • κλίμα μελαγχολίας

  • χαλάρωση  στην αυστηρή μετρική

  • αφθονία εκφραστικών τρόπων


Οι ποιητές που  συγκαταλέγονται στη γενιά του 1920   διαμόρφωσαν καθοριστικά τον εσωτερικό τους κόσμο από   τις δραματικές ιστορικές εξελίξεις : Εθνικός διχασμός, Μικρασιατική καταστροφή, διάψευση εθνικών οραμάτων, ανατροπή αξιών και κοινωνική αναστάτωση , αστάθεια της πολιτικής ζωής. Το μοναχικό άτομο ,που βρίσκει παρηγοριά στις αναμνήσεις του παρελθόντος, εγκλωβισμένο στην εχθρική πραγματικότητα  με την οποία θέλει να διαρρήξει  τις σχέσεις του , σκιαγραφεί  την ποιητική φυσιογνωμία των  ποιητών αυτής της γενιάς.

 Οι ποιητές της γενιάς του 1920 μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες :



                     Α΄ΟΜΑΔΑ   
                                                ΣΥΜΒΟΛΙΣΤΕΣ                                                                                                        
                           Β  ΟΜΑΔΑ
ΝΕΟΣΥΜΒΟΛΙΣΤΕΣ Ή ΝΕΟΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ
                     1900-1910                                                                                                          
                     1910 - 1920
Γ.Καμπύσης, Κ.Χατζόπουλος, Μ.Μαλακάσης,                                      Λ.Πορφύρας, Ι.Γρυπάρης κ.ά                                                            

  •          Διατηρούν περισσότερους δεσμούς με την παράδοση
  •         Χρήση συμβόλων για την έκφραση  ψυχικών καταστάσεων
  •          Μουσικότητα
  •         Υπαινικτική διαδοχή λέξεων  και εικόνων
Α. Μελαχρινός, Ρ.Φιλύρας, Ν.Λαπαθιώτης, Μ.Παπανικολάου, Κ.Ουράνης, Κ.Καρυωτάκης,  Μ.Πολυδούρη, Τ.Άγρας

             
  •    Ποίηση χαμηλόφωνη και αδιέξοδη
  • Έκφραση της γενικής κόπωσης και της αίσθηση του ανικανοποίητου
  •   Ανατροπή της λογικής συγκρότησης του ποιήματος
  •  ανανέωση των τρόπων έκφρασης   πεζολογικά στοιχεία
  •  ποιήματα με σαφέστατο κοινωνικό περιεχόμενο , όπως του Κ.Καρυωτάκη

 Το  περιοδικό  Μούσα (19201923)  θεωρήθηκε ως το κατεξοχήν όργανο της έκφρασης των νέων ποιητών της δεκαετίας του ’20. Μέσα από τις σελίδες του  υποστηριζόταν η  ανεξαρτησία της τέχνης  και οι φιλοσοσιαλιστικές ιδέες  των ποιητών  που έχουν επηρεαστεί από την επανάσταση των Μπολσεβίκων   , όπως και όλοι οι νέοι λογοτέχνες της Ευρώπης εκείνη την εποχή.

     Την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει η γενιά του ’20 την περιγράφει ο Άγγελος Τερζάκης: «ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική» . Είναι η εποχή κατά την οποία η Αθήνα αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας προβληματικής μεγαλούπολης και η   ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι έντονη στους πνευματικούς  κύκλους. Οι μαρξιστικές εκδόσεις  πολλαπλασιάζονται, η ποίηση του Καβάφη κερδίζει την αθηναϊκή νεολαία, ο Λαπαθιώτης δεν κρύβει την ομοφυλοφιλία του δηλώνοντας ταυτόχρονα οπαδός του κομμουνιστικού οράματος, η  Πολυδούρη κάνει πράξη  τις ιδέες του φεμινιστικού κινήματος, ο Καρυωτάκης γράφει τις ανατρεπτικές του σάτιρες.
 Σ΄όλα τα  φιλολογικά και φοιτητικά στέκια  συζητούν και  οραματίζονται μια κοινωνία χωρίς αντιθέσεις και πολέμους, πιστεύοντας πως η λογοτεχνία μπορεί και πρέπει να συντελεί στο «ξέφτισμα των αστικών αξιών» και να καταγγείλει την υποκρισία της αστικής τάξης.  



 Τέλλος Άγρας  
 (1899-1944) 

  Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ι. Ιωάννου, ποιητή και κριτικού της λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στην Καλαμπάκα και σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Εργάστηκε στο υπουργείο Γεωργίας και  στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Πέρασε δύσκολα τα  χρόνια της γερμανικής κατοχής  , με πείνα και πολλές κακουχίες  και  την τελευταία μέρα της Κατοχής  χτυπήθηκε  από μια αδέσποτη σφαίρα που τελικά του προκάλεσε γάγγραινα  και του στοίχισε τη ζωή. 




                                   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ 


  • Επηρεάστηκε από το πνεύμα του γαλλικού συμβολισμού και  του αισθητισμού ( Moreas, Laforgue, Verlain, Mallarme, Baudelaire) αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.

  •  Ποίηση εσωτερική, της μελαγχολίας και της απαισιοδοξίας

  • χαμηλόφωνος τόνος

  • ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, τάση φυγής

  • υποβολή ψυχικών καταστάσεων με μουσικότητα

  • κίνηση ανάμεσα στα μικρά φθαρτά πράγματα της καθημερινής ζωής, που παίρνουν την προέκταση συμβόλων

  • στίχος τεχνικά άψογος, με επιμονή στην ομοιοκαταληξία και συχνά ανορθόδοξη σύνταξη



Ήταν, μες στον κόσμο...


Ήταν, μες στον κόσμο, ένα παιδί
όλο δείλια κι’ όλο ανορεξιά·
τα παλιά τα σπίτια, τη σπουδή
αγαπούσε, και τη μοναξιά.

Αγαπούσε οι άλλοι ν’ αγαπούν,
τα όργανα αγαπούσε, από μακρυά,
και τα μάτια που θαμποκοπούν
μια κρυφή, βαθειά παρηγοριά.

Τα κατάρτια επρόσεχε πολύ,
κάθε που έπιανε, ώρες, να φυσά
και μακρυά, στο τζάμι, στην αχλύ,
χόρευαν, κομμένα τα μισά.

Μες στου κόσμου την οχλαγωγή,
τι ν’ απόγινε τ’ ωχρό παιδί,
δίχως μοναξιά και συλλογή,
όνειρα, ταξίδια, ούτε σπουδή;
Καθημερινές, 1923-1930


Σκοπός Χαμένος


Σ’ εκείνες τις αστροφεγγιές
που προμηνούν καλοκαιριές
μα που τ’ αχείλι πάει να φρίξη,
και που όλη η ψύχρα απ’ τη βραδυά
γίνεται μέσα στην καρδιά
πίκρα και κάματος και πλήξη,

εγώ δεν έμοιασα ποτές
με τους μικρούς τραγουδιστές
που – κάθε βράδυ σα σχολάνε –
απ’ τα παράθυρα περνούν
–που άξαφνοι ανέμοι τα σφαλνούν–
και τραγουδούν, πολλοί, και πάνε...

Κάτω απ’ τον έντονο ουρανό,
τι μ’ είχε κάνει να πονώ
κι’ ως τόσο να σωπαίνω, εμένα;
και να γυρεύω μοιρασιά
απ’ τη δική τους ζεστασιά
μες στα τραγούδια, εγώ, τα ξένα;

Δουλεύω μέσα μου να πω
κ’ εγώ (ποιος ξέρει!) έναν σκοπό;
Αχ, κι’ όσο αν τρίβη κι’ αν μαζώνη
τα χέρια μου, όμως δεν μπορεί
ακόμα η φούχτα σου να βρη
και την ψυχή μου, που κρυώνει...

Καθημερινές, 1923-1930. 





                      
                                   
            Ναπολέων Λαπαθιώτης

                              (1888-1944)

Γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε επίσης μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Αποφοίτησε από τη Νομική σχολή , δεν άσκησε όμως ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου.
     Το 1917 συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός   στους  Βαλκανικούς  πολέμους . Μετά τα Νοεμβριανά γεγονότα του 1920 κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή.
     Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε ήταν " Τα πρώτα ποιήματα" (1939). Εθισμένος στις ναρκωτικές ουσίες αναγκάστηκε να ξεπουλήσει τη βιβλιοθήκη του και αυτοπυροβολήθηκε το 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια.

                                   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ


  • Αναζητούσε παντού την ομορφιά, στη ζωή και στην τέχνη

  •  Απόδραση,  μέσα από την ποίηση,  στην απόλαυση και τη μακαριότητα της παιδικής   ηλικίας

  • τρυφερός  συναισθηματισμός

  • άκρατος αισθησιασμός που συχνά φέρνει την πεζολογία

  • Έντονα μελαγχολικός  τόνος

  • Επιμελημένη μορφή των ποιημάτων

  •  Με τη μελωδική χρήση περιορισμένου αριθμού λέξεων και συνήθως των υποκοριστικών τους μας αφηγείται ποιητικά – και μέσω έντονων εικόνων -  ό,τι βαραίνει τη ζωή τη δική του ή των άλλων .Η μουσική άρθρωση των ποιημάτων του



Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές...

Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές, ένα κομμένο ρόδο·
δεν ξαίρω πώς μου τράβηξε μεμιάς την προσοχή.
Το περιβόλι ήταν υγρό, παντού μοσκοβολούσε
και μύριζε βροχή.

Το είδα μονάχο και βουβό, σε μια γωνιά του δρόμου·
κι’ όμως αν και θανάσιμα πεσμένο καταγής,
με το λευκό το χρώμα του θαρρείς κι’ αναπολούσε
το χρώμα της αυγής...

Ίσως, αφού το κόψανε δυο δάχτυλα με πόθο,
και το χιλιομαδήσανε δυο χείλη τρυφερά,
νάπεσε, και να τόσυραν, εδώ, σ’ αυτή τη θέση,
τα βραδυνά νερά...

Μα ίσως ακόμα – ποιος μπορεί να ξαίρει τι συμβαίνει; –
και κάποιοι που περάσανε τη νύχτα βιαστικοί,
να το σπαράξαν άδικα, κι’ αφού το τυραννήσαν,
να τ’ άφησαν εκεί...

Στάθηκα και το κοίταξα, δεν ξαίρω πόσην ώρα,
κ’ έπειτα πάλι τράβηξα στο δρόμο σιωπηλά,
γιατί το συναπάντημα του πεθαμένου ρόδου,
μου θύμισε πολλά...

Και τη δική μου τη χαρά, που κάποτε γελούσε,
και για να ζήσει γύρευε του κάκου να κρυφτεί,
κάποιος διαβάτης, κάποτε, στο δρόμο που περνούσε,
τη σκότωσε κι’ αυτή...


                                             
                         Κώστας Ουράνης

                              (1890-1953)

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη .Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου).
   Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, ζώντας μια  κοσμοπολίτικη ζωή.Προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος .Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του  και πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή .
         Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909,  με τη νεανική ποιητική συλλογή του «Σαν Όνειρα», την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912.

                                       ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ


  • έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο,

  • αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης  της διάθεσης  για  φυγή

  •  ρεμβαστική νωχελικότητα


Η αγάπη


Α! Τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα1·
αν είναι να ’ρθει, θε να ᾿ ρθεί, δίχως να νιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα.
Θε να2 σου κλείσει απαλά, με τ᾿ άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν στους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποια είμ᾿ εγώ;»
απ᾿ της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρός σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ᾿ αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ᾿ αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί - αλλιώς θα προσπεράσει.
Αποδημίες, 1953



Ρώμος Φιλύρας

                                    (1889-1942)

 Ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου. Γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας και το 1902 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Από το 1903, μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής ("Νουμάς", "Ακρόπολις", "Πρόοδος", "Νέα Ελλάς", "Πατρίς", κ.α.), όπου δημοσίευσε κυρίως χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Το 1916 διορίστηκε αρχικά αρχειοφύλακας και στη συνέχεια γραφέας στο στρατό, έφτασε ως το βαθμό του υπολοχαγού και κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου έπαθε κρυοπαγήματα. Αποτάχθηκε το 1924 λόγω ανίατης αφροδίσιας πάθησης. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στα περιοδικά "Ηγησώ", "Νέα Εστία", "Κύκλος", "Ξεκίνημα" και ως το 1927, οπότε κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο ως το θάνατό του. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του παραμένει αθησαύριστο στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο της εποχής του


                                       ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ


  •  Επηρεάστηκε έντονα από το ρεύμα του συμβολισμού

  • Η γλωσσική του έκφραση είναι υποταγμένη  στην ανάγκη να μεταδώσει τα συναισθήματά του με άμεσα αντιληπτό τρόπο. Έντονα λυρικός τόνος

  • Παρουσία πολλών ποιητικών εικόνων που μπορεί να φαίνονται αταίριαστες μεταξύ τους, αλλά είναι λανθανόντως ενωμένες με τη συναισθηματική φόρτιση του ποιητή και άκρως εικαστικές .

  • Διαρρηγνύει τα παραδοσιακά μετρικά σχήματα, στα οποία νιώθει να ασφυκτιά, και πλησιάζει το μοντερνισμό

  • Συνδυασμός θλίψης και ειρωνείας

  • Οραματική διάθεση , με έντονο το μυθολογικό και παραμυθιακό στοιχείο. Συχνά τα όρια  μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας στην ποίησή του είναι ρευστά. Η αναζήτηση του ιδανικού παραμένει  ο πρώτος στόχος του.

  • Θεματικά η ποίησή του είναι ερωτική, φυσιολατρική, αστική του κλειστού χώρου. Η εποχή του έτους στην οποία αναφέρεται περισσότερο είναι η Άνοιξη · θέλγεται από την ομορφιά όπου κι αν τη συναντάει. Σ΄ όλα τα ποιήματά του φαίνεται ερωτευμένος με  όλες τις όμορφες γυναίκες που συναντά · ερωτευμένος ιδεατά, αγνά με αθωότητα , συχνότατα χωρίς ανταπόκριση



Στον Έρωτα

Τι σε ξυπνάει απ´το βαρύ σου λήθαργο,
που ζώνει1 σε ως τα τώρα απ´το χειμώνα;
Ποιο φως, ποιο μάγι εγήτεψε2 τη νάρκη σου
κι αρχίζεις πάλιν τον ωραίον αγώνα;

Όλα τριγύρω ελάμψανε στην άνοιξη,
θάλασσες, ουρανοί, ρόδα και κρίνα...
Χαίρε κι Εσύ που μου ήρθες, γλυκοξύπνητε,
να χύσεις τη δική σου την αχτίνα...

Απρίλιος 1908

Δεν έφθασα ψηλά


Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά,
δεν έζησα πλατιά, γοερά, δεν έκραξα στ᾽ αστέρια,
δεν πέταξα σ᾽ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά
κάποιο πουλί που φώναζε σ᾽ ουρανικά λημέρια.

Δεν έκρουσα την άρπα μου σ᾽ ουράνιους σκοπούς,
δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς1
που2 σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.

18-1-1940 (δημ. 1974)



Για τον Κώστα Καρυωτάκη μπορείτε να δείτε σε προηγούμενες αναρτήσεις , εδώ

και για τη Μαρία Πολυδούρη   1, 2, 3

 

Αισθαντικότητα μόνιμη ταραγμένη, ανάγκη έκφρασης προσωπικών βιωμάτων , αίσθηση αδιεξόδου , ταύτιση της ζωής με την Τέχνη, ποιητική φωνή που πάλλεται από ευαισθησία: 

αυτοί είναι οι ποιητές της γενιάς του 1920

"Δεν είν' άλλο στον κόσμο απ' την έμπνευση μόνο,
μόνο αυτή νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ' του χρόνου τον βαρύ τον κασμά.

Να σε βλέπω, να παίρνω τα όλα σου, όλα τα ωραία,
να τα λιώνω στου στίχου τον κυλούμενο γύρο,
να τα κλώθω, να γίνουν πολλά, ένα, μια ιδέα,
κι απ' της έμπνευσης όλα ραντισμένα το μύρο."

Ρώμος Φιλύρας
                                                                                                       

                                                                      

ΠΗΓΕΣ

 ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Τα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στην ανάρτηση είναι από την Τράπεζα θεμάτων της Β΄Λυκείου 


  • Τ. Καρβέλης , Η νεότερη ποίηση,  εκδ. Κώδικας

  • Χ. Ντουνιά  Η γενιά του 1920, Για μια ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα,  Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης

  • Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας

  •  Γιώργος Αράγης, Η μεταβατική περίοδος της ελλαδικής ποίησης,  Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, εκδόσεις Σοκόλη

  • Κώστα Στεργιόπουλου, Η ανανεωμένη παράδοση. (Ανθολογία - Γραμματολογία Η Ελληνική ποίηση), εκδ. Σοκόλη

  • Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

  • Άγγελος Τερζάκης, «Ο ματωμένος λυρισμός»,  Οι Εκδόσεις των Φίλων

  • Δ.Τζιόβας , Το ατομικιστικό μανιφέστο του Γ. Θεοτοκά

  • Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ



Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

" Η πληγή είναι η πηγή της ποίησης "







ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

1896 - 1928 






Η ποιητική του φυσιογνωμία


  • Ο ποιητής της  αμφισβήτησης και της υπαρξιακής αγωνίας

  • Εκφράζει τη συνείδηση του σύγχρονου καλλιτέχνη  ο οποίος απομακρύνεται από την καθησυχαστική σταθερότητα της παραδοσιακής κοινωνίας και έρχεται αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή ιδεολογική , κοινωνική και πολιτική κρίση.



  • Κεντρικά θέματα στην ποίησή του : η διάσταση τέχνης και κοινωνίας αλλά και ο ρόλος του ποιητή στο σύγχρονο κόσμο. Σχεδόν μόνιμη σύζευξη του ερωτικού συναισθήματος ή της αισθησιακής εμπειρίας  με το μοτίβο του θανάτου και της απώλειας.

  • Ανοίγει δρόμο προς τη νεωτερικότητα διαταράσσοντας τη μετρική αρμονία και τη γλωσσική καθαρότητα του στίχου

  • Ποιητικός τόνος μελαγχολικός, ειρωνικός, οργισμένος που ατενίζει φιλοσοφικά τον κόσμο και τους ανθρώπους.

  • Ποίηση ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας

  • Παρελθοντικοί χρόνοι  που εκφράζουν  την  ανάγκη  του για βιωματική  κατάθεση και επιμονή στη νοσταλγία  μιας   κατάστασης ευτυχίας που έχει πια περάσει και μόνο λύπη και μελαγχολία φέρνει πια. Αυτό είναι , βέβαια, εκφραστική επιλογή  όλων των ποιητών του μετασυμβολισμού, Λαπαθιώτη, Άγρα, Ουράνη κλπ .



ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων ( 1919) 


 Νοσταλγικός τόνος, τρυφερή μελαγχολία, ανεπαίσθητος αισθησιασμός.
 Εκφράζεται η αμφιθυμία του απέναντι στον έρωτα. Σκέφτεται ακόμη την πρώτη του αγάπη,  που τελείωσε άδοξα ,  την Άννα Σκορδύλη και αυτό διαφαίνεται στα ποιήματα της συλλογής. Για τον ποιητή όλοι οι έρωτες έχουν ημερομηνία λήξεως. 

 Το ποίημα « Μυγδαλιά», μια τρυφερή και θλιμμένη αλληγορία  διευρύνει την προοπτική των ερωτικών του ποιημάτων

Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.


Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...






Στο ποίημα « Νύχτα», στην τελευταία στροφή, το πάρκο των ερωτικών συναντήσεων μετατρέπεται σε κοιμητήρι χαμένων ερώτων

Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.






Νηπενθή ( 1921 )

Ο τίτλος παραπέμπει στο ομηρικό «νηπενθές φάρμακον» ( Οδύσσεια, δ 221)

Τα ποιήματα της συλλογής αποσκοπούν, μάταια, να παρηγορήσουν τον ποιητή  για το πένθος της χαμένης αγάπης αλλά και για το βαθύ τραύμα της ύπαρξης. Θέματα  του ονείρου, της απώλειας, της φθοράς, το αίσθημα της νοσταλγίας και η σκιά της μελαγχολίας διατρέχουν τα ποιήματα της συλλογής .

Ο Μπωντλαίρ και  ο Πόε  φαίνεται να έχουν επηρεάσει σημαντικά τον Καρυωτάκη στη συλλογή αυτή. Ο ποιητής συντονίζεται  με το μπωντλαιρικό αίσθημα του πεπερασμένου, με το άγχος και την αγωνία του τέλους  που σημαδεύουν  την ερωτική σχέση , αλλά και την ίδια την ύπαρξη του ποιητή.

Αρκετά ποιήματα της συλλογής  έχουν ως θέμα τους την ποίηση και τους ποιητές. Χαρακτηριστικά   τα  επτά ποιήματα  με τον γενικότερο , οξύμωρο ,  τίτλο    « πληγωμένοι θεοί», που μιλούν για τη μοίρα των ποιητών αλλά και  ορίζουν την ποίηση. Οι ποιητές καταφρονεμένοι, πληγωμένοι, ευάλωτοι ,τρωτοί ,βρίσκονται σ΄αυτό τον κόσμο αντιμέτωποι με ένα σύστημα αξιών όπου κυριαρχούν η φαύλη εξουσία, το χρήμα και η αναξιοκρατία .Ό,τι απομένει σ΄αυτούς για να τους δένει μ΄αυτόν τον κόσμο είναι η λύπη και ο πόνος , τα υλικά  με τα οποία «κατασκευάζουν» την ποίησή τους , μετουσιώνοντας τον πόνο σε τραγούδι που παλεύει να ξορκίσει το Κακό. «Αυτή η πληγή δεν κλείνει , ούτε μπορεί να κλείσει ,γιατί είναι η πηγή της ποίησης»
( Πολλά από αυτά  θα μπορούσαν να μελετηθούν παράλληλα με την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»  που διδάσκουμε στη Β΄Λυκείου )

Πληγωμένοι θεοί


Ποιητές



Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν





                                                                         Οι στίχοι μου



Δικά μου οι στίχοι, απ' το αίμα μου, παιδιά.
Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια.

Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό,
αφού τη ζωήν ανιστορίζω τόσο.
Ήλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ,
ζώνη ναν τα 'χουν όταν θα νυχτώσω.

Τον ουρανόν ορίζουν, τη γη.
Όμως ρωτιούνται ακόμα σαν τι λείπει
και πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοι
μητέρα που γνωρίσανε τη Λύπη

Το γέλιο του απαλότερου σκοπού,
το πάθος μάταια χύνω του φλαούτου·
είμαι γι' αυτούς ανίδεος ρήγας που
έχασε την αγάπη του λαού του.

Κει ρεύουνε και σβήνουν και ποτέ
δεν παύουνε σιγά-σιγά να κλαίνε.
Αλλού κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ·
Λήθη, το πλοίο σου φέρε μου να πλένε



                                                             
                                                                              Δον Κιχώτες


Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!



                                                                                    Ευγένεια



Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πέ τονε τραγούδι.

Μη δέσεις την πληγή σου
παρά με ροδοκλώνια.
Λάγνα σου δίνω μύρα
-- για μπάλσαμο -- και αφιόνια.
Μη δέσεις την πληγή σου,
και το αίμα σου, πορφύρα.

Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
μα κράτα το ποτήρι.
Κλότσα τις ημέρες σου όντας
θα σου 'ναι πανηγύρι.
Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
με λέγε το γελώντας.

Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου.





Το 1922 είναι μια χρονιά που θα σημαδέψει τον Κώστα Καρυωτάκη. Θα γνωρίσει τη Μαρία Πολυδούρη στα πληκτικά γραφεία της Νομαρχίας Αττικής όπου μετατέθηκε ο ποιητής . Γεννιέται  ένας έρωτας μεγάλος , ο οποίος όμως θα ματαιωθεί  όταν τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο ποιητής μαθαίνει πως πάσχει από σύφιλη, μια ανίατη στην εποχή της ασθένεια, η οποία τον στιγμάτισε και τον οδήγησε στην αποξένωση.
Έχει αποφασίσει να πορευτεί μόνος του στη ζωή και «απομακρύνεται» από την Πολυδούρη.

Το Σεπτέμβρη του 1922 δημοσιεύει  το ποίημα «Δέντρα» , αφιερωμένο στην Πολυδούρη και δείχνοντας  ξεκάθαρα πως έχει αποφασίσει να πορευτεί  μόνος στη  ζωή του


Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.

Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.

Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.





Ελεγεία και Σάτιρες ( 1927 )



Μια συλλογή - σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης, που ο ποιητής αποτυπώνει με ευαισθησία και ωριμότητα το αίσθημα της μοναξιάς, της αποξένωσης του ανθρώπου μέσα στο  σύγχρονο κόσμο. Ο έρωτας ιχνηλατείται μέσα από την απουσία του και η υπαρξιακή αγωνία διαπερνά όλα τα ποιήματα της συλλογής.

Η διάσταση τέχνης και κοινωνίας και ο ρόλος του ποιητή στο σύγχρονο κόσμο απασχολούν τον ποιητή και μέσα από τα ποιήματα  της συλλογής αυτής καταθέτει την οργισμένη απόγνωσή του.

 Η αστική υποκρισία και  ο αλλοτριωμένος άνθρωπος ,που απασχόλησαν τον Κ.Μπωντλαίρ στα Άνθη του Κακού,  αποτυπώνονται αιχμηρά και από τον Κώστα Καρυωτάκη στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες.


Τελευταίο ταξίδι 

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!



[ Θέλω να φύγω πια]



Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.





Ιδανικοί αυτόχειρες



Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..



Επίκλησις



Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.
Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνώτα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ' απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις.

Δωσ' μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!
Θα καταβάλω όλη τη θέλησή μου.
Σα μορφασμό θα πάρω στη μορφή μου
τη χαρά που στα στήθη έχουν οι άλλοι.

Και τότε κάποια πρόφαση θα μείνει
(σημαίας κουρέλι από χαμένη μάχη),
η ψυχή για να μη δειλιά μονάχη
και για να λησμονεί τη σκέψη εκείνη.

Το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνο,
ή τη γαλήνη, θέλω ν' αντικρίσω
μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω
και καλά τύλιξε με, ω Νύχτα αιώνων!



Το 1928 κατηγορήθηκε για διαρροή πληροφοριών προς τον τύπο · πληροφοριών που αφορούσαν τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος που προοριζόταν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ακολούθησε η τιμωρητική μετάθεσή του στην Πρέβεζα , τον Ιούνιο του 1928.
     Ο ποιητής ζει εκεί με συσσωρευμένες απογοητεύσεις , με τη μόνιμη απειλή της αρρώστιας του και κυρίως με μειωμένες ψυχικές αντιστάσεις. Έτσι στις 21 Ιουλίου 1928 αυτοκτονεί, φυτεύοντας μια σφαίρα στην καρδιά του και αφήνοντας πίσω του το ακόλουθο σημείωμα:

Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγῳδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι᾿ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ᾖρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ᾿ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές !!! εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέσῃ τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδὸς Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν᾿ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὠρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου.

Κι  ο ασυμβίβαστος ποιητής «λικνίζοντας την αιώνια θλίψη» του και «σέρνοντας την αιώνια πληγή» του πέρασε στην αθανασία που χαρίζει η αληθινή Ποίηση.




ΠΗΓΕΣ


  • Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ.Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης.εκδ.Καστανιώτης
  •  Χ.Ντουνιά, Κώστας Καρυωτάκης, Με τ΄όνειρο  οι ψυχές και με το πάθος , από το αφιέρωμα της εφημερίδας Καθημερινή
  • Νάσος Βαγενάς, Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη, εκδ.Ίνδικτος
  • Σπύρος Βρεττός, Κώστας Καρυωτάκης, Το εγκώμιο της φυγής, εκδ.Γαβριηκίδης 2006
  • Αφιερώματα περιοδικών: Το Δέντρο 175-176,  Νέα Εστία 1655